- πολυθείᾳ
- πολυθείᾱͅ , πολυθείαpolytheismfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυθεία — πολυθείᾱ , πολυθεία polytheism fem nom/voc/acc dual πολυθείᾱ , πολυθεία polytheism fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθεΐα — πολυθεΐα, η και πολυθεϊσμός, ο η πίστη ανθρώπων σε πολλούς θεούς: Η πολυθεΐα είναι χαρακτηριστικό της πίστης των αρχαίων Ελλήνων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυθεΐα — η, ΝΜΑ [πολύθεος] θρησκειολ. η πίστη σε πολλούς θεούς, η λατρεία πολλών θεών, πολυθεϊσμός … Dictionary of Greek
πολυθεϊσμός ή πολυθεΐα — Θρησκεία που βασίζεται στη λατρεία πολλών θεοτήτων. Ως θεότητες δεν νοούνται όλα τα υπερανθρώπινα ή εξωανθρώπινα όντα, που λατρεύουν οι διάφορες θρησκείες, αλλά μόνο μερικά απ’ αυτά, που διακρίνονται από ακριβή χαρακτηριστικά, τα oποία είναι: η… … Dictionary of Greek
πολυθείας — πολυθείᾱς , πολυθεία polytheism fem acc pl πολυθείᾱς , πολυθεία polytheism fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθείαι — πολυθείᾱͅ , πολυθεία polytheism fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθείαν — πολυθείᾱν , πολυθεία polytheism fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυθείαις — πολυθεία polytheism fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek
πολυθεϊσμός — ο, Ν (περιλπτ.) 1. πολυθεΐα 2. το σύνολο τών πολυθεϊστικών θρησκειών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. polytheisme (< πολυθεΐα + ισμός*). Η λ. μαρτυρείται από το 1872 στον Αν. Δ. Κυριακό] … Dictionary of Greek